- κάκοψις
- κάκοψις, -ιδος, η (Α)1. αυτή που έχει περιορισμένη οπτική ικανότητα, η μύωψ2. αυτή που δεν έχει ευχάριστη όψη, άσχημη3. (κατ' επέκτ.) δυσοίωνη, απαίσια, γρουσούζικη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + ὄψις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόψιδες — κάκοψις short sighted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)